διγλωσσία

διγλωσσία
Γνώση και χρήση δύο γλωσσών· υπό ευρεία έννοια, ο όρος δ. χρησιμοποιείται και στις καταστάσεις τριγλωσσίας ή πολυγλωσσίας. Αντίθετος του όρου δ. είναι ο όρος μονογλωσσία. (Γλωσσ.) Το είδος των γλωσσών που χρησιμοποιεί ένα δίγλωσσο άτομο είναι δυνατόν να ποικίλλει. Μπορεί δηλαδή οι γλώσσες αυτές να είναι: εθνικές, όπως η γαλλική, η αγγλική, η ελληνική· γλώσσες που δεν είναι πάντοτε επίσημα αναγνωρισμένες: από την ελβετογερμανική (αλαμανική διάλεκτος της Ελβετίας), την ιουδαιογερμανική (yiddish) ή τη φρισονική (στη βόρεια Ολλανδία) έως ένα τοπικό ιδίωμα, υπάρχει μια oλόκληρη κλίμακα που εκτείνεται από το επίσημο έως το περιθωριακό (μερικές φορές γίνεται η διάκριση: εθνική και επίσημη γλώσσα από το ένα μέρος, και διάλεκτοι και ιδιώματα από το άλλο)· γλώσσες που χρησιμεύουν για την επικοινωνία μεταξύ αλλόγλωσσων πληθυσμών (π.χ. η ελληνιστική κοινή στην εποχή της, οι αφρικανικές γλώσσες χάουσα και σουαχίλι και τα διάφορα κρεολικά ιδιώματα σήμερα)· βοηθητικές τεχνητές γλώσσες, από τις οποίες η πιο γνωστή είναι η εσπεράντο· τέλος, γλώσσες που διατηρούνται τεχνητά και χρησιμεύουν ως φορείς ενός πολιτισμού, μιας θρησκείας ή της επιστημονικής γλώσσας κλπ., όπως η αρχαία ελληνική στην εποχή μας, η λατινική στον Μεσαίωνα και έως πρόσφατα στην Καθολική Εκκλησία, η κλασική αραβική στον κατακερματισμένο, από άποψη διαλέκτων, αραβικό κόσμο ως κοινή γραπτή γλώσσα έως σήμερα. Μπορούμε επίσης να κατατάξουμε τις περιπτώσεις δ. ανάλογα με τη γνώση (που διαφέρει πολύ από άτομο σε άτομο) και τη χρήση των γλωσσών. Έτσι, οι γλωσσολόγοι διαχώρισαν την αυστηρή δ. (γαλλ. bilinguisme), κατά την οποία το άτομο μαθαίνει από την αρχή και ταυτόχρονα δύο γλώσσες, από τη δ. εκείνη κατά την οποία κάποιος μαθαίνει μία δεύτερη γλώσσα, αφού έχει μάθει την πρώτη που ονομάζεται μητρική (για την περίπτωση αυτή Γάλλοι γλωσσολόγοι πρότειναν τον όρο diglossie που προέρχεται από την ελληνική λέξη δ.). To δίγλωσσο άτομο της πρώτης κατηγορίας αποκαλείται στη γαλλική bilingue, ενώ για τη δεύτερη κατηγορία προτάθηκε ο όρος diglotte. Οι γλωσσολόγοι διέκριναν, επίσης, καταστάσεις κατά τις οποίες τα άτομα χρησιμοποιούν δύο ή περισσότερες γλώσσες για την προφορική ανταλλαγή πληροφοριών τρέχουσας φύσης (έτσι στη δυτική Αφρική συνηθίζεται οι κάτοικοι μιας πόλης να χρησιμοποιούν δύο ή τρεις γλώσσες). Υπάρχουν και οι περιπτώσεις όπου μία δεύτερη γλώσσα χρησιμοποιείται για αυστηρά τεχνικούς λόγους· πολλές φορές συμβαίνει να διαβάζει κανείς μια γλώσσα χωρίς να ξέρει να τη μιλά ή ακόμα η γνώση του γι’ αυτή να περιορίζεται μόνο στην κατανόησή της (την κατανοεί, αλλά δεν μπορεί να εκφραστεί σε αυτήν). Υπάρχει επίσης και η επιστημονική δ. κατά την οποία η γνώση κάθε γλώσσας συνεπάγεται βαθιά ειδίκευση σε διάφορα γνωστικά πεδία. Πολύ συχνά οι συζητήσεις σχετικά με τα πλεονεκτήματα ή τους κινδύνους της δ. νοθεύτηκαν από σχηματοποιήσεις που δεν λάμβαναν υπόψη τους το πολυσύνθετο του προβλήματος και στερούνταν επιστημονικής τεκμηρίωσης. Μόνο ακριβείς επιστημονικές μελέτες, οι οποίες έχουν ήδη αρχίσει να παρουσιάζονται, επιτρέπουν την καλύτερη ανάλυση του θέματος. Για την ώρα, είναι αποδεκτό ότι η δ., στην ευρεία της έννοια, είναι φαινόμενο εξαιρετικά συνηθισμένο και δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως κριτήριο για γενικεύσεις, που είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες, σχετικά με άτομα ή λαούς δήθεν γλωσσικά προικισμένους. Εκτός από αυτό, γνωρίζουμε ότι η εκμάθηση πολλών γλωσσών μπορεί να δεσμεύει άλλες όψεις της προσωπικότητας, ότι η κατάσταση της δ. μπορεί σε ορισμένες περιστάσεις να επιφέρει διαταραχές (τραύλισμα, αντενέργεια κλπ.), ότι η απόλυτη δ. είναι τις περισσότερες φορές μύθος, γιατί κατά γενικό κανόνα η μία γλώσσα κυριαρχεί πάνω στην άλλη. Είναι γνωστό, τέλος, ότι η εκμάθηση μίας ξένης γλώσσας στο σχολείο γίνεται κατά κανόνα υπό απρόσφορες συνθήκες και σε ακατάλληλη ηλικία, παρότι τελευταία παρουσιάζεται θετική τάση οι μαθητές να αρχίζουν νωρίτερα και με τρόπο λιγότερο εμπειρικό την εκμάθηση των ξένων γλωσσών. Από αυστηρά γλωσσολογική άποψη, το πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στις γλώσσες είναι βασικό είτε πρόκειται για φαινόμενα αλληλεπιδράσεων είτε για προβλήματα που γεννά το πέρασμα από τη μία γλώσσα στην άλλη (μετάφραση). Στο πολιτικό πεδίο η πολυγλωσσία, στην περίπτωση που μια κοινότητα θεωρεί ότι καταπιέζεται από πολιτιστική και οικονομική άποψη σε σχέση προς μια αλλόφωνη κοινότητα, θέτει συχνά σοβαρά προβλήματα. Οι γλωσσικές συγκρούσεις.Όταν η δ. βασίζεται σε πολιτικά, κοινωνικά ή εκπαιδευτικά κριτήρια μπορεί να γίνει αιτία πολλών προβλημάτων –ακόμα και συγκρούσεων– σε πολλές χώρες. Στις αφρικανικές χώρες που ανεξαρτητοποιήθηκαν στη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ού αι. μπορεί να ειπωθεί –όπως αναφέρθηκε και παραπάνω– ότι επικρατεί πολυγλωσσία, εφόσον η γλώσσα της τέως αποικιακής δύναμης παραμένει γλώσσα των πολιτικοπολιτιστικών σχέσεων, ενώ τη θέση της εθνικής γλώσσας έχει πάρει μία σημαντική διάλεκτος. Στην Αλγερία, για παράδειγμα, όπου η γαλλική είχε αντικαταστήσει την αραβική στην εκπαίδευση, έως την απελευθέρωση της χώρας τους οι Αλγερινοί συγγραφείς εκφράζονταν στα γαλλικά. Στη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία οι απόγονοι των Ολλανδών και των Βρετανών αποίκων διατηρούν τη γλώσσα τους. Στην Ινδία η κατάσταση είναι εξαιρετικά πολύπλοκη: πάρα πολλές εθνότητες επιζητούν την αναγνώριση της γλώσσας τους και απορρίπτουν την ινδική, που είναι η επίσημη γλώσσα της ομοσπονδίας. Όσον αφορά την αγγλική, αυτή παίζει τον ρόλο της γλώσσας των επιστημονικών και μορφωτικών επαφών στη Ινδία. Στη Νορβηγία υπάρχουν δύο γλώσσες που στην πραγματικότητα είναι συγγενικές: η bokmal (= γλώσσα του βιβλίου ή καθαρεύουσα όπως θα λέγαμε στην Ελλάδα) που συγγενεύει με τη δανέζικη, δηλαδή τη γλώσσα της παλιάς κυρίαρχης δύναμης, και η nynorsk ή νεονορβηγική (σαν τη νεοελληνική δημοτική), που διαμορφώθηκε τον 19ο αι. με βάση τις επαρχιακές διαλέκτους. Παρόμοιο είναι το φαινόμενο της νεοελληνικής δ.: η καθαρεύουσα που ήταν κάποτε η γλώσσα των βιβλίων και είναι μορφολογικά, συντακτικά και λεξιλογικά πιο κοντά στην αρχαία αττική διάλεκτο της κλασικής περιόδου και στην αλεξανδρινή κοινή, και η δημοτική που είναι η ομιλούμενη νεοελληνική γλώσσα και προέρχεται από τη φυσική εξέλιξη της αρχαίας στην καθημερινή χρήση, εμπλουτισμένη με πλήθος λεξιλογικών δανείων και με λέξεις της καθαρεύουσας που διέσωσε η γραπτή παράδοση από τα αρχαία χρόνια. Η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο μορφές της νεοελληνικής, που συχνά υπήρξε ιδιαίτερα έντονη, τερματίστηκε με τη γλωσσική μεταρρύθμιση του 1976, η οποία καθιέρωσε τη δημοτική ως επίσημη γλώσσα του κράτους και της εκπαίδευσης. Η Ιρλανδία έχει δύο επίσημες γλώσσες: την αγγλική και τη γαελική (ιρλανδική), για την οποία γίνονται προσπάθειες διδασκαλίας της από τα σχολικά χρόνια στους αγγλόφωνους Ιρλανδούς. Στην Ουαλία πολλοί είναι οι μαθητές για τους οποίους η αγγλική είναι η δεύτερη γλώσσα. Στην Ελβετία, όπου υπάρχει τριγλωσσία, ούτε η γερμανική ούτε η γαλλική ούτε η ιταλική θέτουν σε κίνδυνο την ενότητα του πληθυσμού της χώρας. Στη Γαλλία η επανάσταση του 1789 θέσπισε ένα συγκεντρωτικό σύστημα το οποίο για πολύ καιρό επιχείρησε να εξαφανίσει τις επαρχιακές διαλέκτους. Για να αγωνιστούν εναντίον της απειλής ενός είδους χωνευτηρίου, που μέσα του θα χάνονταν αιώνες ένδοξου πολιτιστικού παρελθόντος, οργανώθηκαν διάφορες κινήσεις, από τις οποίες η πιο δραστήρια ήταν η κίνηση της Βρετάνης. Στην επαρχία αυτή η βρετονική γλώσσα διδάσκεται στα σχολεία. Ωστόσο, οι πιο εμφανείς συγκρούσεις εντοπίζονται στον Καναδά και προπάντων στο Βέλγιο, όπου υφίσταται μια περίπλοκη κατάσταση στην οποία οι κυβερνήσεις προσπαθούν να δώσουν λύση, που δεν θα αποτελούσε αποκήρυξη της μιας ή της άλλης γλωσσικής κοινότητας. To Βέλγιο διαμοιράζεται ανάμεσα σε δύο κύριες γλωσσικές οικογένειες: τους Φλαμανδούς, γερμανικής καταγωγής, που είναι εγκατεστημένοι στο βόρειο τμήμα της χώρας από την εποχή της μεγάλης μετανάστευσης των εθνών και μιλούν την ολλανδική γλώσσα· και τους Βαλόνους που βρίσκονται στο νότιο τμήμα, είναι απόγονοι των Γαλλορωμαίων, ή και των Κελτών ακόμα, και μιλούν τη γαλλική γλώσσα. Σήμερα οι Φλαμανδοί αποτελούν το 58% του πληθυσμού της χώρας, οι Βαλόνοι αντιπροσωπεύουν περίπου το 30%, οι κάτοικοι των Βρυξελλών, που είναι δίγλωσσοι, το 11%, ενώ οι γερμανόφωνοι Βέλγοι φτάνουν μόλις το 1%. Η διαμάχη μεταξύ των δύο κύριων γλωσσικών κοινοτήτων σημάδεψε την ιστορία του Βελγίου και συνεχίστηκε και μετά το σύνταγμα του 1831 (που συντάχθηκε στη γαλλική, γλώσσα των Βαλόνων), το οποίο έθεσε τις βάσεις του βελγικού κράτους. Η βαλονική αστική τάξη ήταν πανίσχυρη τότε και η γαλλική ορίστηκε ως η πρώτη επίσημη γλώσσα, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των Φλαμανδών, οι οποίοι θεώρησαν ότι κινδύνευε και ο ίδιος ο πολιτισμός τους, αφού οι καλύτεροι συγγραφείς τους (Βεράρεν, Μέτερλινκ, Κρόμελινκ και αργότερα ο Γκέλντεροντε) εκφράζονταν στη γαλλική. Έπειτα από μακρόχρονο αγώνα οι Φλαμανδοί πέτυχαν το 1938 την αναγνώριση της γλώσσας τους ως επίσημης γλώσσας του βόρειου Βελγίου με ισότιμο νομικό καθεστώς με τη γαλλική. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου το πανεπιστήμιο της Γάνδης έγινε φλαμανδικό. Ωστόσο, το γλωσσικό πρόβλημα συνέχισε να υφίσταται. Έχοντας συναίσθηση ότι αποτελούν γλωσσική μειονότητα στην Ευρώπη και μπροστά στον φόβο ότι θα απορροφηθούν πολιτικά και εκπαιδευτικά από τους Βαλόνους, οι Φλαμανδοί συχνά επεδίωξαν την πολιτική, πολιτιστική και επομένως γλωσσική αυτονομία τους. Σήμερα, μετά την ψήφιση νόμου το 1963, στο Βέλγιο είναι αναγνωρισμένες τρεις επίσημες γλώσσες: η ολλανδική (φλαμανδική), η γαλλική και η γερμανική. Επιπλέον, η συνταγματική αναθεώρηση του 1971 προέβλεψε την πολιτική αναγνώριση και την παραχώρηση πολιτιστικής αυτονομίας στις γλωσσικές αυτές κοινότητες. Στον Καναδά, ενώ η ελεύθερη άσκηση του καθολικού δόγματος είχε διασφαλιστεί με τα κείμενα της Διομολόγησης του Μόντρεαλ (1760), της συνθήκης του Παρισιού (1763) και της Πράξης του Κεμπέκ (1774), τα κείμενα αυτά δεν περιείχαν κανένα άρθρο που να όριζε την επίσημη γλώσσα του κράτους. Η Πράξη της Ένωσης (1840) διευκρίνιζε ότι οι διαταγές, οι διακηρύξεις, οι εφημερίδες, τα γραπτά και τα έντυπα των νομοθετικών συνελεύσεων θα συντάσσονταν μόνο στην αγγλική· παρ’ όλα αυτά η γαλλική συνέχιζε να χρησιμοποιείται στις δημόσιες συζητήσεις και το άρθρο αυτό καταργήθηκε. Τα δικαιώματα της γαλλικής γλώσσας σε ορισμένες πράξεις ή δημοσιεύματα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης αναγνωρίστηκαν το 1867 με το άρθρο 133 της Πράξης της Βρετανικής Βόρειας Αμερικής. Η Πράξη της Μανιτόμπα (1870) διακήρυττε την προαιρετική χρήση της μίας ή της άλλης γλώσσας, ορίζοντας πως τα πρακτικά, οι εφημερίδες, τα αρχεία και οι νομοθετικές πράξεις θα έπρεπε να συντάσσονται και να τυπώνονται και στις δύο γλώσσες. Ένας νόμος της Μανιτόμπα κατάργησε ύστερα από λίγο αυτή τη διευθέτηση. Η εφαρμογή της δ. ήταν συνδεδεμένη με την εκπαίδευση που περιήλθε στην αρμοδιότητα των επαρχιών. Η διδασκαλία της γαλλικής στα δημοτικά σχολεία εμποδιζόταν για πολύ καιρό στις επαρχίες εκτός από το Κεμπέκ. Οι γαλλόφωνες μειονότητες προσπάθησαν με όλα τα νόμιμα μέσα να ανατρέψουν αυτή την κατάσταση. Η αναφορά της Βασιλικής Επιτροπής Έρευνας επί της δ. και της διπλής παιδείας, η οποία δημοσιεύτηκε το 1968, αναγνώρισε τις απαιτήσεις και τα πλεονεκτήματα της πολιτιστικής δυαδικότητας που υφίσταται στον Καναδά και υπέδειξε ότι θα έπρεπε να προωθείται αυτή η ιδιαιτερότητα. Πολλές επαρχίες, όπως το Οντάριο, η Μανιτόμπα και η Νέα Βρουνσβίκη, αναγνωρίζοντας τη μεγάλη ωφέλεια που θα είχαν οι Καναδοί από τη γνώση των δύο επίσημων γλωσσών, θέσπισαν νόμους για τη νομική ισοτιμία των γλωσσών αυτών και έλαβαν μέτρα για τη διδασκαλία τους ήδη από τα πρώτα χρόνια της εκπαίδευσης. Στη γαλλόφωνη περιοχή του Κεμπέκ στον Καναδά εξακολουθεί να υφίσταται έντονο αποσχιστικό κίνημα, με αφορμή τη γλωσσική και πολιτιστική διαφοροποίηση. Στη φωτογραφία, ο παραιτηθείς πρωθυπουργός του Κεμπέκ Λισιέν Μπουσάρ, τον Ιανουάριο του 2001, μετά το αρνητικό για την ανεξαρτητοποίηση αποτέλεσμα δημοψηφίσματος (φωτ. ΑΠΕ). Ο Γιάννης Ψυχάρης υπήρξε από τους πιο μαχητικούς υποστηρικτές της επικράτησης της δημοτικής γλώσσας. Στις Βρυξέλλες επικρατεί παραδοσιακά η διγλωσσία, λόγω της ταυτόχρονης παρουσίας Φλαμανδών και Βαλόνων. Σήμερα πάντως, η βελγική πρωτεύουσα έχει εξελιχθεί σε πολυγλωσσικό κέντρο.
* * *
η (Μ διγλωσσία) [δίγλωσσος]
η χρησιμοποίηση από ένα άτομο ή λαό δύο γλωσσών
νεοελλ.
όρος που δηλώνει την παράλληλη χρήση δύο μορφών τής ίδιας γλώσσας, φαινόμενο που ορθότερα αποδίδει ο όρος διμορφία*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διγλωσσία — η 1. η εξίσου καλή χρήση από ένα λαό ή ένα άτομο δύο διαφορετικών γλωσσών: Στην Ελβετία υπάρχει διγλωσσία. 2. η χρήση δύο μορφών της ίδιας γλώσσας, δημοτικής και καθαρεύουσας, από τον ίδιο λαό: Στη χώρα μας υπήρχε διγλωσσία στο γραπτό και τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Diglossia — Diglossia: Portuguese and Creole; Mindelo, São Vicente Island, Cape Verde …   Wikipedia

  • Arvanitika — This article is about a language spoken in Greece. For the related language spoken in Italy, see Arbëresh. Arvanitika Arbërisht Pronunciation [aɾbəˈɾiʃt] Spoken in Greece …   Wikipedia

  • Arvanites — Total population est. 50,000 200,000 (see below) Regions with significant populations Attica, Peloponnese, Boeotia, Ep …   Wikipedia

  • Diglossie — Die Diglossie (griechisch διγλωσσία, diglossía, „Zweisprachigkeit“) ist eine besondere Form der Zweisprachigkeit: Sie beschreibt die Zweisprachigkeit einer ganzen Gesellschaft, bei der es eine klare funktionale Differenzierung zwischen zwei eng… …   Deutsch Wikipedia

  • Griechische Diglossie — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …   Deutsch Wikipedia

  • Griechische Sprachenfrage — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …   Deutsch Wikipedia

  • Griechische Sprachfrage — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …   Deutsch Wikipedia

  • Griechischer Sprachenstreit — Als griechische Sprachfrage (griechisch glossiko zitima γλωσσικό ζήτημα, Kurzform to glossiko το γλωσσικό, auch [neu]griechische Sprachenfrage, [neu]griechischer Sprachenstreit) wird die Auseinandersetzung um die Frage bezeichnet, ob die… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”